Πώς εκκαθαρίζονται ως το τέλος του έτους συνολικά 47.900 εκκρεμείς υποθέσεις του νόμου Κατσέλη. Τα Ειρηνοδικεία καλούνται να εκδώσουν 26.355 αποφάσεις. Πώς αποτιμάται σήμερα η λειτουργία του νόμου.
Ο επίλογος για τον νόμο Κατσέλη, που τέθηκε σε ισχύ το 2010, εν μέσω οικονομικής κατάρρευσης της χώρας και έπαψε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 2019, γράφεται αυτόν τον καιρό με την εκκαθάριση χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία της χώρας. Ύστερα από πολλές καθυστερήσεις και αθετήσεις συμφωνημένων με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς χρονοδιαγραμμάτων, το δικαστικό σύστημα της χώρας θα πρέπει μέχρι το τέλος του 2023 να έχει εκδώσει αποφάσεις για τις τελευταίες εκκρεμείς υποθέσεις.
Η εφαρμογή του νόμου Κατσέλη από ένα δικαστικό σύστημα με τις αδυναμίες που έχει το ελληνικό φάνηκε εξ αρχής ότι θα συναντούσε τεράστια προβλήματα. Πρόθεση του νομοθέτη εξαρχής ήταν να επιλυθούν οι υποθέσεις καθυστερούμενων οφειλών από υπερχρεωμένα νοικοκυριά κυρίως μέσα από εξωδικαστικές συμφωνίες, για τις οποίες υπήρχε πρόνοια στον νόμο.
Ωστόσο, οι τράπεζες επικαλέσθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να καταλήγουν σε συμφωνίες ρύθμισης και μερικής διαγραφής χρέους, τις οποίες προέβλεπε ο νόμος Κατσέλη, χωρίς την κάλυψη δικαστικών αποφάσεων. Οι τράπεζες θεωρούσαν ότι, εάν προχωρούσαν σε τέτοιες εξωδικαστικές συμφωνίες ενδεχομένως να βρίσκονταν μπροστά σε κατηγορίες από μετόχους ότι, με τις αποφάσεις τους, προκάλεσαν ζημία στους μετόχους.
Έτσι, συντεταγμένα οι τράπεζες παρέκαμψαν τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών με τους δανειολήπτες και άφησαν όλες τις υποθέσεις να καταλήξουν στα Ειρηνοδικεία. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ένα πρωτοφανές δικαστικό… μποτιλιάρισμα. Τον Απρίλιο του 2017, ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Νίκος Καραμούζης, περιέγραφε την κατάσταση ως εξής:
«Σήμερα δίνονται ημερομηνίες εκδίκασης υποθέσεων του νόμου Κατσέλη για το 2032 και επίσης εκκρεμούν 155.000 αιτήσεις του νόμου Κατσέλη. Φαίνεται ότι ο νόμος Κατσέλη έχει σημαντικές δυσκολίες να υλοποιηθεί μέσω του δικαστικού συστήματος».
Στις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για την εκκαθάριση αυτής της τεράστιας «φουρνιάς» εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, ώστε να φθάσουμε στη δεκαετία του 2030 χωρίς να έχουν εκδοθεί αποφάσεις, κατόπιν ισχυρών πιέσεων στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και τις τράπεζες λήφθηκαν ορισμένα μέτρα που θα διευκόλυναν το ξεκαθάρισμα αιτήσεων που είχαν υποβληθεί από στρατηγικούς κακοπληρωτές (μπαταξήδες, κατά το κοινώς λεγόμενο), ή από δανειολήπτες που είχαν, στο μεταξύ, βελτιώσει την οικονομική τους κατάσταση και δεν ενέπιπταν στις πρόνοιες του νόμου.
Έτσι, αρχικά όσοι είχαν υποβάλει αιτήσεις υποχρεώθηκαν, με απειλή απόρριψής τους, να δηλώσουν ότι δέχονται την αποκάλυψη στις τράπεζες όλων των διαθέσιμων οικονομικών τους στοιχείων. Αργότερα, όσοι είχαν εκκρεμείς αιτήσεις υποχρεώθηκαν να τις υποβάλλουν εκ νέου, για να διαπιστωθεί αν πληρούσαν τις εισοδηματικές και περιουσιακές προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας από τον νόμο.
Ο νόμος Κατσέλη έπαψε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2019 και αρχικά είχε συμφωνηθεί με τους Θεσμούς ότι για τις εκκρεμείς υποθέσεις που «λίμναζαν» στα Ειρηνοδικεία θα είχαν εκδοθεί αποφάσεις ως το τέλος του 2021. Στην πορεία, το χρονοδιάγραμμα αυτό αποδείχθηκε υπεραισιόδοξο και η προθεσμία μετατέθηκε στο τέλος του 2023. Αυτή τη φορά, όπως προκύπτει και από τις σχετικές αναφορές των Θεσμών στις εκθέσεις τους για την Ελλάδα, υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να εκδοθούν όλες οι εκκρεμείς αποφάσεις εντός χρονοδιαγράμματος.
Από 47.900 εκκρεμότητες, στο μηδέν
Ειδικότερα, σχεδόν 43.600 υποθέσεις είχαν συζητηθεί στα Ειρηνοδικεία πριν το τέλος του 2022, επί συνόλου 47.900 αιτήσεων. Έτσι, απομένουν περίπου 4.300 υποθέσεις να συζητηθούν φέτος. Ωστόσο, οι προκλήσεις δεν τελειώνουν εδώ, αφού δεν αρκεί να συζητηθούν οι υποθέσεις, αλλά θα πρέπει να εκδοθούν και χιλιάδες αποφάσεις, αφού έως τώρα ο αριθμός των αποφάσεων ήταν 26.355, άρα θα πρέπει να εκδοθούν άλλες 21.545 αποφάσεις. Όπως επισημαίνουν οι Θεσμοί στην τελευταία έκθεση μεταπρογραμματικής εποπτείας:
Η εκκαθάριση των συσσωρευμένων εκκρεμοτήτων των νοικοκυριών με υποθέσεις αφερεγγυότητας συνεχίσθηκε σε γενικές γραμμές σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Από περίπου 47.900 εκκρεμείς αιτήσεις, το 95,9% είχαν λάβει ημερομηνία ακρόασης έως τα τέλη Μαρτίου 2023, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού ανάθεσης νέων ημερομηνιών ακρόασης.
Από τις περιπτώσεις που έχουν λάβει ημερομηνία ακρόασης, το 91% είχαν συζητηθεί πριν από το τέλος του 2022, ενώ το 9% είχαν προγραμματισθεί για ακρόαση εντός του 2023. Τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται με αυξανόμενο ρυθμό, αν και εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με αυτό που αναμενόταν με βάση τις προγραμματισμένες ημερομηνίες ακρόασης.
Οριστικές αποφάσεις έχουν εκδοθεί για 26.355 υποθέσεις (από 14.895 στο τέλος Οκτωβρίου 2022). Στο 39,8% των περιπτώσεων αυτών, η απόφαση ήταν να μην παρασχεθεί οποιαδήποτε προστασία ή αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης (σ.σ.: πλειστηριασμός), ενώ στο 7,5% των περιπτώσεων το αποτέλεσμα εξακολουθεί να μην αναφέρεται.
Η έγκαιρη ανάρτηση των εκδιδόμενων δικαστικών αποφάσεων από τις γραμματείες των δικαστηρίων θα είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της διαφάνειας, μεταξύ άλλων και για τις μη οριστικές («προσωρινές») αποφάσεις.
Η αποτίμηση του νόμου Κατσέλη
Η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά του νόμου Κατσέλη συνεχίζεται μέχρι σήμερα, 13 χρόνια μετά την ψήφισή του. Προφανώς, η αποτίμησή του θα γίνει από τον ιστορικό του μέλλοντος, εκ των πραγμάτων, όμως, δεδομένου ότι προοριζόταν να αποτελέσει σταθερό πλαίσιο πτωχευτικής νομοθεσίας για τα νοικοκυριά, αλλά στην πορεία καταργήθηκε, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι δεν ήταν ένας νόμος κατάλληλος για να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η οικονομία και το δικαστικό σύστημα.
Αναμφίβολα, το 2010, στην έναρξη μιας οικονομικής κρίσης που αργότερα αποδείχθηκε ότι προκάλεσε μια πρωτοφανή καταστροφή σε καιρό ειρήνης, με απώλεια του 25% του ΑΕΠ της χώρας, η Λούκα Κατσέλη δεν είχε άδικο να τονίζει ότι χρειαζόταν ένα νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ανάλογο με αυτό που ίσχυε σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
Ο νόμος Κατσέλη είχε μια σχετικά απλή φιλοσοφία: ο δανειολήπτης χάνει όλη την περιουσία του, με εξαίρεση την κύρια κατοικία που μπορεί υπό όρους να προστατευθεί, πληρώνει για τέσσερα χρόνια όσα έχει τη δυνατότητα -με βάση τα εισοδήματά του- να πληρώσει και απαλλάσσεται οριστικά από τα υπόλοιπα χρέη για να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του.
Ουσιαστικά, θύμιζε πολύ το αμερικανικό πτωχευτικό δίκαιο. Η ίδια η Λ. Κατσέλη είχε τονίσει, παρουσιάζοντας τον νόμο στη Βουλή, ότι «υπάρχουν πλείστα παραδείγματα άλλων χωρών, με αφετηρία αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών (αναφέρομαι στο 13ο κεφάλαιο της Bankruptcy Reform Act του 1978), που διαθέτουν ήδη από μακρού ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τα χρέη τους, όταν αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά, παρόμοιες με αυτές που θεσπίζονται με το παρόν σχέδιο νόμου».
Από το Chapter 13 της αμερικανικής πτωχευτικής νομοθεσίας, όμως, έως την εφαρμογή του νόμου Κατσέλη στο ελληνικό πλαίσιο αποδείχθηκε ότι υπήρχε τεράστια απόσταση. Σε συνθήκες δραματικής μείωσης εισοδημάτων για μεγάλο μέρος των ελληνικών νοικοκυριών, που στις ΗΠΑ μπορεί να είχε σημειωθεί μόνο στη μεγάλη κρίση του Μεσοπολέμου, ο αριθμός των δανειοληπτών που, δικαίως ή αδίκως, ήθελαν να ξεφύγουν από τα χρέη τους ήταν τεράστιος και πιθανότατα δεν θα μπορούσε να τεθεί υπό την αποτελεσματική διαχείριση ούτε καν του αμερικανικού δικαστικού συστήματος, πολύ περισσότερο του προβληματικού ελληνικού.
Επιπλέον, σε μια χώρα με τεράστια αφανή εισοδήματα (πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας τα υπολόγισε σε 60 δισ. ευρώ), είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοσθούν οριζόντιες προστατευτικές ρυθμίσεις, χωρίς τον κίνδυνο να ευνοηθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές μαζί με όσους έχουν πραγματική ανάγκη. Επίσης, σε μια χώρα με μάλλον χαλαρή κουλτούρα πληρωμών, η γενναιόδωρη, οριζόντια προστασία που προσέφερε ο νόμος Κατσέλη μάλλον λειτούργησε ως έναυσμα για γενικευμένη χαλάρωση.
Αξιολογώντας έμμεσα και τον νόμο Κατσέλη, χωρίς να τον αναφέρει ειδικά, η Κομισιόν έχει διατυπώσει ίσως την πιο ισορροπημένη κριτική, τον Ιούλιο του 2017:
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με εξαιρετικά απαιτητικά πιστωτικά χαρτοφυλάκια, τα οποία κατέχουν τον υψηλότερο δείκτη ΜΕΑ στη ζώνη του ευρώ. Η θέση αυτή απορρέει από την αδυναμία των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών συνθηκών, καθώς και από ζητήματα ηθικού κινδύνου, ο οποίος ενθαρρύνεται από την υπερβολική οριζόντια προστασία των οφειλετών, τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες που δημιουργούνται από τις δημόσιες ανακοινώσεις και την αναποτελεσματική λειτουργία του δικαστικού συστήματος».
Πάντως, όσοι προσεγγίζουν το θέμα από κοινωνική και πολιτική σκοπιά, σημειώνουν μια θετική επίδραση του νόμου Κατσέλη που ίσως δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που δοκίμασε την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα σε ακραία όρια, ο νόμος Κατσέλη απέτρεψε ή καθυστέρησε ένα τεράστιο αριθμό πλειστηριασμών, ακόμη και κύριας κατοικίας, που εάν είχαν αφεθεί να γίνουν ελεύθερα πιθανότατα θα προκαλούσαν κοινωνικές εκρήξεις με άγνωστη κατάληξη.
Για την ιστορία, με τον νόμο Κατσέλη έφθασαν να τεθούν σε καθεστώς προστασίας το 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων, ενώ συνολικά το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων που τέθηκαν σε προστασία ξεπέρασε το 14%, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.